Ήταν μια μέρα σαν σήμερα που μια ολόκληρη χώρα έμπαινε σε έναν άκαμπτο γύψο για επτά χρόνια. Μια παρέα μεγαλομανών ημιμαθών επέβαλε μια σκληρή στρατιωτική χούντα, που θα κατέστρεφε την Ελλάδα και την Κύπρο. Κάθε προοδευτική ιδέα υπέφερε εκείνη την περίοδο. Ακόμα και αυτές που εκφράζονταν μέσω του ποδοσφαίρου. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική περίπτωση από του Εργοτέλη, της ομάδας που υποβιβάστηκε διότι «εξυπηρετούσε αντεθνικούς σκοπούς».
Το ποδόσφαιρο ήταν πάντα εργαλείο των απολυταρχικών καθεστώτων. Ο Αουγούστο Πινοσέτ χρησιμοποίησε την εθνική Χιλής για να σταθεροποιήσει τη χουντική του κυβέρνηση το 1973. Ο Χόρχε Βιδέλα έριξε χρυσόσκονη εθνικής υπερηφάνειας στο ματωμένο καλοκαίρι του 1978 στην Αργεντινή, μέσω της κατάκτησης του Μουντιάλ από την εθνική ομάδα. H δε κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1970 από τη Βραζιλία εξασφάλισε τέσσερα χρόνια ήρεμης διακυβέρνησης στον στρατηγό Μεντίσι, όπως γράφει ο θρυλικός ρεπόρτερ Ρόμπερτ Καπισίνσκι στον εξαιρετικό «Πόλεμο του Ποδοσφαίρου» (εκδ. Μεταίχμιο).
Τα εγχώρια φυντάνια προσπάθησαν να καρπωθούν το Κύπελλο Κυπελλούχων της ΑΕΚ το 1968 και την πορεία του Παναθηναϊκού ώς το Γουέμπλεϊ το 1971, μέσω του γενικού γραμματέα αθλητισμού τους, του διαβόητου αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου Ασλανίδη.
Ο Ασλανίδης όριζε διοικήσεις στα σωματεία κατά το δοκούν και διαμόρφωνε τις εθνικές κατηγορίες καταπώς ο ίδιος θεωρούσε σκόπιμο, ενώ απέλασε τον «κομμουνιστή» Μάρτον Μπούκοβι (στη φωτογραφία με τον Γιώργο Σιδέρη), τον άνθρωπο που έγινε μύθος ως προπονητής του Ολυμπιακού.
Όμως αν ήταν τρία τα σωματεία που επηρεάστηκαν περισσότερο από τα «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» του Ασλανίδη, αυτά ήταν ο Τύρναβος Λάρισας, ο Διαγόρας Ρόδου και ο Εργοτέλης. Και οι τρεις έτυχε να έχουν συντοπίτες που άρεσαν περισσότερο στη χούντα. Όχι απαραιτήτως για πολιτικούς λόγους. Απλώς η ΑΕΛ, η Ρόδος και ο ΟΦΗ είχαν μεγαλύτερο λαϊκό έρεισμα, ειδικά στα εργατικά στρώματα. Δίνοντας «τυράκι» στις αγαπημένες τους ομάδες, οι χουντικοί έπαιρναν την εύνοια των φιλάθλων.
Μόνο που στην περίπτωση του Εργοτέλη, ο λόγος είναι πολιτικός από την αρχή ώς το τέλος του.
Ο Εργοτέλης που δεν «συνεμορφώθη»
Η σεζόν 1966-67 βρήκε δύο ομάδες του Ηρακλείου στη Β’ Εθνική. Και ο ΟΦΗ και ο Εργοτέλης μάχονταν για την άνοδο στη μεγάλη κατηγορία. Ήταν σχεδόν σαφές ότι όποια από τις δύο κατάφερνε να ανέβει πρώτη, θα γινόταν η ομάδα της πόλης και θα είχε μια μακρά πορεία στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ήταν ένας αγώνας στήθος με στήθος. Μόνο που το ένα στήθος δέχθηκε μια ισχυρή γροθιά.
Το καλοκαίρι του ’67, ο Ασλανίδης πέρασε έναν φωτογραφικό νόμο, ειδικά για να ρίξει τον Εργοτέλη στα τοπικά. Κάθε νομός της περιφέρειας, πλην των αστικών κέντρων της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, μπορούσε να εκπροσωπείται το πολύ από μία ομάδα σε κάθε μία από τις δύο εθνικές κατηγορίες.
Και όπως είχαν διαμορφωθεί οι λίστες, δύο ομάδες στις εθνικές κατηγορίες είχαν η Μαγνησία και το Ηράκλειο. Μόνο που ο Ολυμπιακός Βόλου είχε προβιβαστεί στην Α’ Εθνική, κάτι που έσωσε τη Νίκη, η οποία παρέμεινε στη Β’ κατηγορία. Αντιθέτως, ΟΦΗ και Εργοτέλης επρόκειτο να παίξουν και οι δύο στη δεύτερη κατηγορία. Επομένως, έπρεπε να γίνει εκκαθάριση.
H διάταξη κράτησε για ένα χρόνο. Όσο χρειαζόταν για να πέσει ο Εργοτέλης. Με τον ίδιο τρόπο που τα διαζύγια επιτράπηκαν στην Ελλάδα για μερικές μέρες, τόσο όσο χρειαζόταν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος για να χωρίσει από την πρώτη του σύζυγο και να παντρευτεί τη γραμματέα του, τη Δέσποινα.
Τα επόμενα χρόνια, σαφώς και επιτράπηκε να είναι δύο ομάδες από την ίδια πόλη ή τον ίδιο νομό στην ίδια κατηγορία. Για αυτό και έπαιξαν ταυτόχρονα στη Β’ Εθνική ο Ολυμπιακός και η Νίκη Βόλου, η Παναχαϊκή και ο Α.Π.Σ. Πάτραι, η Δόξα Δράμας και ο Πανδραμαϊκός, η Κόρινθος και ο Παννεμεατικός και ναι, ακόμα και ο ΟΦΗ με τον Ηρόδοτο.
Γιατί όμως είχε η χούντα τέτοιο μένος με τον Εργοτέλη; Είναι ότι ο Εργοτέλης δρούσε σταθερά με «αντεθνικούς σκοπούς».
Η συναυλία του Μίκη που στιγμάτισε τον Εργοτέλη
Το καλοκαίρι του 1966, τα Ιουλιανά και η Αποστασία ήταν νωπά. Οι ψίθυροι περί επικείμενου πραξικοπήματος με τις πλάτες της CIA εντείνονταν. Βέβαια, όλοι υποψιάζονταν τους στρατηγούς (που είχαν και τη στήριξη του παλατιού) και όχι τους «ακίνδυνους» συνταγματάρχες.
Μέσα σε αυτό το κλίμα γενικής ανασφάλειας, ο Σύλλογος Κρητών Σπουδαστών αποφασίζει να καλέσει στο Ηράκλειο για συναυλία τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος (αμέσως μετά τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα το 1965) είχε ιδρύσει τη Νεολαία Λαμπράκη.
Αλλά πού να παίξει; Ποιος θα δεχτεί έναν ανατρεπτικό καλλιτέχνη, έναν βδελυρό αριστερό, στο χώρο του; Ο Σύλλογος προσέγγισε τον Εργοτέλη, πρόεδρος του οποίου ήταν τότε ο δικηγόρος Μανόλης Φαρσάρης, ο οποίος είχε διατελέσει γραμματέας της ΕΔΗΝ, της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου.
Το Δ.Σ. του Εργοτέλη αποδέχτηκε ομόφωνα την πρόταση. Ακόμα και ο λοχαγός Γιάννης Μανουσάκης, μέλος του συμβουλίου, ψήφισε θετικά, αν και αργότερα διαχώρισε τη στάση του, λέγοντας ότι «εξηπατήθη».
Ο Μίκης θα έπαιζε στο Μαρτινέγκο, στο γήπεδο του Εργοτέλη, σκαρφαλωμένο στα ενετικά τείχη της πόλης, πλάι στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη.
Ήταν τέτοια η δίψα του κόσμου για αυτήν τη συναυλία, που πάρθηκε η απόφαση να γίνει διπλή, στις 6 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, παρά την αφόρητη ζέστη. Μία στις εφτάμιση το απόγευμα και μία στις δέκα και μισή το βράδυ. Συμμετείχαν ο Χρήστος Λεοντής, η Ελένη Καραΐνδρου, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ενώ τραγούδησαν ο Δημήτρης Μητροπάνος, η Μαρία Φαραντούρη, η Ελένη Ροδά και ο Γιάννης Πουλόπουλος.
Ο τότε εκπρόσωπος του Συλλόγου Κρητών Σπουδαστών, Γιώργος Ζεβελάκης, θυμάται: «Όσοι γνωρίζουν τις πολιτικές συνθήκες της εποχής, καταλαβαίνουν ότι είχαμε φοβερές δυσκολίες για να βρούμε χώρο. Στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας οι συναυλίες του Μίκη είτε αναβάλλονταν είτε διακόπτονταν λόγω επεισοδίων που προκαλούσαν ακροδεξιά στοιχεία. Ο Εργοτέλης μάς αντιμετώπισε θετικά και σε αυτό ίσως βοήθησε το ότι ο αδελφός μου, Μιχάλης Ζεβελάκης, ήταν παίκτης της ομάδας. Η διοίκηση του Εργοτέλη δέχτηκε πολλές απειλές από τοπικά στελέχη της κυβέρνησης των αποστατών και τον ίδιο τον νομάρχη, αλλά άντεξε. Θα το πληρώσετε ακριβά, ωρυόταν ο νομάρχης».
Από την εφημερίδα «Αυγή» διαβάζουμε ότι καθισμένος σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι ήταν ο Νίκος Κούνδουρος, ενώ τη συναυλία παρακολούθησε όρθιος ο Μάριος Πλωρίτης. «Τη Ρωμιοσύνη τραγούδησε ο σεμνός νέος, αξιόλογος τραγουδιστής Δημήτρης Μητροπάνος».
Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, ο Εργοτέλης θα πλήρωνε αυτήν τη συναυλία. Στις 14 Ιουνίου 1967, απολύθηκε η διοίκηση Φάρσαρη, Πανταζή, Μπενετάκη και Συγγενίδη, διότι, όπως αναφέρει η απόφαση Ασλανίδη, μετέτρεψε το σύλλογο «εις όργανον εξυπηρετήσεως πολιτικών και ενίοτε αντεθνικών σκοπών», όπως βλέπουμε από το ντοκουμέντο που συμπεριέλαβε ο Γιώργος Ζαϊμάκης στο βιβλίο «Εργοτέλης 1929-2009: Ψηφίδες της Αθλητικής και Κοινωνικής Ιστορίας ενός Φιλοπρόοδου Σωματείου» (εκδ. Αλεξάνδρεια), το οποίο προλόγισε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Το 2009, ο Μίκης επέστρεψε στο σπίτι του Εργοτέλη. Στο Παγκρήτιο, αυτή τη φορά. Ο σύλλογος τίμησε τον μεγάλο συνθέτη και εκείνος ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπωρία που προκάλεσε.
Η αρπαγή των πέντε
Ο Εργοτέλης πλήρωσε τη συναυλία του Μίκη στο Παγκρήτιο, αλλά και το γεγονός πως μέλη του υπήρξαν υποψήφιοι της ΕΔΑ. Η ομάδα υποβιβάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες στα τοπικά πρωταθλήματα, βλέποντας τον ΟΦΗ και τα Χανιά, ομάδες που είχε ήδη νικήσει ένα χρόνο νωρίτερα για να πάρει το Πρωτάθλημα Κρήτης, να μένουν στη Β’ Εθνική. Τα Χανιά είχαν τερματίσει πιο κάτω από τον Εργοτέλη. Αλλά, βλέπεις, εκπροσωπούσαν άλλον νομό.
Και όχι μόνο αυτό. Οι πέντε (κατά τεκμήριο) κορυφαίοι παίκτες του Εργοτέλη στάλθηκαν ερήμην της διοίκησης στον ΟΦΗ. Κάπως έτσι φόρεσαν τα ασπρόμαυρα οι Σκανδαλάκης, Ζουράρης, Σταυρουλάκης, Θεοδωράκης, αλλά και ο 17χρονος τότε Δημήτρης Παπαδόπουλος, μετέπειτα πρώτος σκόρερ της Α’ Εθνικής.
«Οι άνθρωποι του ΟΦΗ μάς κρύβανε στα χωριά Καμάρες, Βορίζα, στην περιοχή της Ιεράπετρας και δεν θυμάμαι πού αλλού. Μας κρύβανε για να μη μας βρουν οι Εργοτελίτες, γιατί αν παίζαμε ένα ματς με τον Εργοτέλη στο τοπικό, η μεταγραφή ήταν άκυρη», εξομολογήθηκε ο Μανόλης Σταυρουλάκης το 2009, στον τότε δημοσιογράφο της «Ελευθεροτυπίας» Μανόλη Δανδουλάκη.
Μαθημένα τα βουνά
Η υπόθεση του 1967 δεν είναι η μόνη που βρήκε τον Εργοτέλη να την πληρώνει. Η ιστορία θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική. Το 1960, η ομάδα ακούμπησε την άνοδο στην Α’ Εθνική, τερματίζοντας τρίτη στη Β’ κατηγορία, τρεις θέσεις πάνω από τον ΟΦΗ. Αν τα είχε καταφέρει τότε, ίσως να γλίτωνε από όσα θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια.
Παρά την τρίτη θέση, ο Εργοτέλης στάλθηκε στα τοπικά και στην κατηγορία έμεινε ο ΟΦΗ, χωρίς καμία απολύτως εξήγηση. Αν και στην ομάδα από τότε φώναζαν πως ο σύλλογος τιμωρείται λόγω των σχέσεων με την Αριστερά.
Το 1965, ο Εργοτέλης είχε επιστρέψει και τερμάτισε σε θέση που εξασφάλιζε την παραμονή στη Β’ Εθνική. Όμως όλοι οι παίκτες ήταν ερασιτέχνες. Και η κατηγορία έγινε ημιεπαγγελματική. Οπότε να πάλι υποβιβασμός για λόγους τεχνικούς.
Ο Εργοτέλης που αντιστέκεται
Τρεις υποβιβασμοί που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον αφανισμό. Ή μάλλον τέσσερις, αν συμπεριλάβουμε και τον πλέον πρόσφατο, που έχει οδηγήσει τον ιστορικό σύλλογο ξανά στα τοπικά του Ηρακλείου.
Όμως ο Εργοτέλης αρνείται πεισματικά να πεθάνει. Το αποδεικνύουν τρία μεγάλα μπαράζ.
Πρώτο το 1966. Μεταξύ των δύο προσπαθειών αφανισμού του, ο Εργοτέλης επέστρεψε στη Β’ Εθνική, κερδίζοντας τη Σαφράμπολη στο μπαράζ της Ρόδου, όπου είχαν μεταβεί 1.000 οπαδοί του.
Ακόμα πιο συγκινητικές οι στιγμές του 1985. Ίσως να είναι και το φωτογραφικό υλικό που κάνει πιο έντονο το χρώμα τους. Ο Εργοτέλης ισοβάθμισε με τον Ολυμπιακό Χαλκίδας, όμως μόνο μία ομάδα μπορούσε να ανέβει στη Β’ Εθνική. Ένα ακόμα νησί βάφτηκε κίτρινο από 1.000 κοντά Εργοτελίτες, που έφτασαν με κάθε τρόπο στη Μυτιλήνη για να πανηγυρίσουν το 4-3 στην παράταση.
Όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με την 30ή Μαΐου 2004, στο γήπεδο της Πολίχνης. Το μπαράζ ήταν πλέον για την άνοδο στην Α’ Εθνική. Αντίπαλος ο Ακράτητος.
Ενενήντα λεπτά πέρασαν χωρίς γκολ. Ενενήντα λεπτά και 39 δευτερόλεπτα. Πάμε για παράταση. Ώσπου ο Ζαν-Μαρί Σιλά πήρε την μπάλα έξω από την περιοχή και «άδειασε» τον Μανώλη Σκούφαλη. Σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια για να δει το τέρμα του Μπαρτζώκα. Ξανά το βλέμμα στη μπάλα για να κάνει ένα σουτ που άργησε σαράντα ολάκερα χρόνια.
Ο Ζαν-Μαρί Σιλά δεν ήξερε την ιστορία του Εργοτέλη, φερμένος ένα χρόνο νωρίτερα, πιτσιρίκι αμούστακο σχεδόν, από τη Γουινέα. Γεννημένος σε μία από τις εκατοντάδες πόλεις των ποιημάτων του Καββαδία, ήρθε στο Ηράκλειο από το Κονακρί, «με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας του στην τσέπη». Όχι, ο Σιλά δεν ήξερε τι είναι ο Εργοτέλης, πέρα από εργοδότης για τον ίδιο. Όπως δεν ήξερε τίποτα για την Αριστερά. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι εκείνη τη στιγμή έπρεπε να εμπιστευτεί το δικό του αριστερό, όσο κι αν βρισκόταν σε δύσκολη γωνία. Το έκανε. Αχ, και να ‘ξερες τι ξύπνησες, Ζαν-Μαρί Σιλά.
Με αυτήν την κίνηση που είχε κάτι από Ρομπέρτο Κάρλος. Η μπάλα έφυγε από το πόδι του και μπήκε να ξεκουραστεί στα δίχτυα. Ο Σιλά βάλθηκε να τρέχει σαν τρελός στο γρασίδι του γηπέδου της Πολίχνης. Σαν να μην είχε παίξει ήδη 90 λεπτά γεμάτα. Αχ, και να ‘ξερες Ζαν-Μαρί Σιλά, τι ανέστησες με το πανέμορφο γκολ σου.
Οι άνθρωποι του σταδίου «έντυσαν» τους πανηγυρισμούς με τον «Χορό του Ζορμπά». Μην ήξεραν; Ή απλά τους άρεσε το κομμάτι; Γιατί αυτή η μουσική είναι η ιστορία του Εργοτέλη. Αφιερωμένο στον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη, του μεγάλου Κρητικού που αναπαύεται για πάντα μπροστά στην είσοδο του γηπέδου του «Μαρτινέγκο». Γραμμένο από τον Μίκη Θεοδωράκη, που άθελά του καταδίκασε τον Εργοτέλη σε υποβιβασμό. Αχ, και να ‘ξερες τι σημαίνει, Ζαν-Μαρί Σιλά, το υπέροχο γκολ σου.