Καλησπέρα σε όλους και όλες.
Οταν ήμουν μικρούλης (σ.σ. τι εννοείτε και ήσουν ομορφούλης, τώρα δεν είμαι ομορφούλης;) και το αιματάκι έβραζε λίγο παραπάνω από το φυσιολογικό, το γήπεδο, κυρίως το ποδοσφαιρικό, ήταν η μία εκ των δύο βασικών πηγών εκτόνωσής μου.
Περίμενα πώς και πώς τη στιγμή που η ομάδα μου θα σκόραρε προκειμένου να αρχίσω να ουρλιάζω «γκοοοοοοοοοολ», να κοπανιέμαι τόσο δυνατά όσο σε συναυλία όπως εκείνη π.χ. των Sepultura στο (αείμνηστο) «Ρόδον», να εκτονώνω τέλος πάντων ό,τι εφηβικά απωθημένα (σ.σ. αγαμία είπατε;) είχα μέσα μου από την εβδομάδα που είχε προηγηθεί.
Δεν είχε σημασία η αντίπαλος. Δεν πάει να ήταν ο Πιερικός (μην με παρεξηγήσετε οι φίλοι του, τυχαία η αναφορά ανάμεσα σε καμιά πενηνταριά ονόματα) ή η Γιουβέντους. Το γκολ να έμπαινε για να ξεδώσω.
Αργότερα, όταν προσέγγιζα το σημείο θεωρητικής ενηλικίωσης των ανδρών, που με την πάροδο των ετών βεβαίως, όλοι μας πάνω κάτω γνωρίζουμε πως δεν έρχεται ποτέ σε όλο του το μεγαλείο, ήμουν πιο σοφός. Προτού καν φτάσει η μπάλα στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας, με το ένα μάτι κοιτούσα τη φάση και με το άλλο τον πάλαι ποτέ επόπτη γραμμών, νυν βοηθό διαιτητή, τον πλαϊνό βρε παιδάκι μου, καταλαβαίνετε.
Σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που διαρκούσε η διαδικασία έτσι και έβλεπα το σημαιάκι να υψώνεται ήξερα πως δεν θα προχωρούσα στη διαδικασία εκτόνωσης μέσω της προαναφερθείσας κραυγής για την επίτευξη του τέρματος, αλλά μέσω ευχών προς τον αγαπητό «πλαϊνό» για την υπόδειξή του. Ημουν όμως, υπερήφανος! Οι περισσότεροι γύρω μου είχαν αρχίσει το «Sepultura» κοπάνημα και εγώ ήδη τον… στόλιζα. Ημουν ένα βήμα μπροστά, διότι δεν ήθελα να χαλάσω τη μαγεία της κραυγής. Το «γκοοοοοοοοολ» θα ηχούσε όταν θα υπήρχε γκολ. Οχι τζάμπα.
Αρχίζετε να καταλαβαίνετε τη σύνδεση με το σήμερα; Εστω και κάποιοι εικάζω πως ναι. Στη Γερμανία πάντως, το έχουν καταλάβει πολύ καλά. Μου το μετέφερε και ένας Γερμανός δημοσιογράφος με τον οποίο έχω κρατήσει επικοινωνία, έτσι, για να θυμάμαι και τα χρόνια που εργαζόμουν ως δημοσιογράφος σε αθλητικές εφημερίδες και του… έπρηζα τα συκώτια κάθε τρεις και λίγο.
Πάμε να σας δώσω το παράδειγμα που μου μετέφερε. Στο παιχνίδι Μπάγερν – Ντόρτμουντ το περασμένο Σάββατο είχαν υπάρξει ήδη δύο χρήσεις του VAR όταν ο Ρόμπερτ Λεβαντόβσκι σημείωσε το 3-0. Με εξαίρεση λοιπόν, απ’ όσα μου είπε, την εξέδρα των οργανωμένων οπαδών της Μπάγερν, μπροστά από το πέταλο των οποίων επιτεύχθηκε το γκολ, η πλειοψηφία των υποστηρικτών στα άλλα σημεία του γηπέδου σηκώθηκε από το καρεκλάκι του λες και μόλις έχει ξυπνήσει το πρωί και ακολουθεί διαδικασία αργής έγερσης από το λατρεμένο του στρώμα.
Απόλυτα λογικό λέω (στα 44 μου γαρ). Τι να πετιέμαι όρθιος σαν ελατήριο, να με πιάσει καμιά μέση και να έχω άλλα; Αφού θα αρχίσει πάλι το «Ελα, Κολωνία, ακούει;» και το «Εδώ, Κολωνία, εδώ Κολωνία, σας ομιλούν οι ελεγκτές των πάντων, λάβαμε το αίτημά σας και το επεξεργαζόμαστε».
Και άντε μέχρι να το επεξεργαστούν, άντε μέχρι να αποφασίσουν, άντε μέχρι να το συζητήσουν, άντε μέχρι να πάει να το δει και ο ίδιος ο διαιτητής στο μόνιτορ αν δεν πείθεται, και (με το συμπάθειο) χέσε ψηλά κι αγνάντευε.
Παρεμπιπτόντως, κάνω μικρή διακοπή στη ροή της ιστορίας, ζω και αναπνέω πλέον, για τη στιγμή που θα συμβεί σε γήπεδο της Super League αυτό που έπαθε ο Φέλιξ Μπριχ προχθές στο Φράιμπουργκ – Αϊντραχτ Φρανκφούρτης.
Αφού τα έχει πει με τους «Ελα, Κολωνία, ακούει;», οδεύει στο μόνιτορ για να δει φάση και ο ίδιος. Ελα όμως, που το μόνιτορ είναι μαύρο. Πανικόβλητος ο τεχνικός να κοιτάζει και να τραβάει τα καλώδια μέχρι να καταλάβει πως πάει, μας έφαγε το μαύρο το σκοτάδι, και χρησιμοποιήσει το εφεδρικό μόνιτορ που έχει σε ένα βαλιτσάκι δίπλα. «Ωπα, γλυκοχαράζει», που έλεγε και ο αείμνηστος Θανάσης Βέγγος.
Ελάτε, πείτε, δεν φαντάζεστε αυτή τη σκηνή στα δικά μας γήπεδα; Τρελή φάση θα είναι.
Γυρίζω στη ροή του (κανονικού, ο Θεός να το κάνει) κειμένου. Αυτό που συνέβη στο Μπάγερν – Ντόρτμουντ, συμβαίνει παντού. Σε κάθε παιχνίδι. Σε κάθε χώρα που έβαλε το VAR στη ζωή της.
Βρε καλά έκανε και το έβαλε, μαζί σας, λαμβάνονται πιο πολλές σωστές αποφάσεις, αλλά αγαπητοί υπεύθυνοι των νόμων και κανονισμών, περιορίστε το! Δεν γίνεται έτσι η δουλειά. Σε λίγες εβδομάδες (ή μήνες) δεν θα υπάρχει άνθρωπος που θα φωνάζει «γκοοοοοοολ» στο γήπεδο. Ολοι θα κοιτάζουν στωικά και θα λένε στον διπλανό τους κάτσε να δούμε και τι θα πει η «Ελα, Κολωνία, ακούει;». Η κάθε Κολωνία, ανά χώρα.
Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση κάθε τρεις και λίγο να έχουμε VAR, πάει, το χάσαμε το παιχνίδι που θυμόμαστε. Ηδη έχουν γεμίσει τα γήπεδα από τύπους και τύπισσες που τραβάνε μόνο βιντεάκια με τα κινητά και ποστάρουν στο στιλ «καλέ κοιτάχτε με, ήμουν κι εγώ εκεί». Θα καταντήσουμε Αμερικανάκια στην εξέδρα, και μάλιστα, όχι Αμερικανάκια του NFL και του NHL όπου εκεί διατηρούν λίγο το «μπρουτάλ» στοιχείο του παιχνιδιού, αλλά του MLS, του ΝΒΑ και του MLB.
Θα πηγαίνουμε στα γήπεδα και θα είμαστε σαν βαλσαμωμένα κουκλάκια στην εξέδρα. Θα τρώμε, θα πίνουμε, γιατί δεν θα έχουμε τι στο καλό να κάνουμε (και να περιμένουμε) και όταν θα μπει γκολ θα περιμένουμε την ετυμηγορία της «Ελα, Κολωνία, ακούει;».
Οχι, δεν είναι ποδόσφαιρο όπως το έζησα αυτό. Δεν το θέλω έτσι. Θέλω την κραυγή μου πίσω.
Και ναι, ουδέποτε αυτή θα είναι ξανά τόσο ηχηρή όσο ήταν στο παρελθόν, μιας και πλέον δεν αρκεί να κοιτάζεις μόνο το σημαιάκι του «πλαϊνού», αλλά αφήστε μας (πού και πού έστω) να την φωνάξουμε. Μην την εξαφανίζετε. Μην μας ξενερώνετε.
Περιορίστε τη χρήση του VAR, κάντε τους κανόνες πιο ξεκάθαρους, κάντε τους διαιτητές καλύτερους, δεν ξέρω τι μπορείτε να κάνετε, αλλά κάντε το.
Αν δεν το κάνετε, πάει να πει πως δεν θέλετε το ποδόσφαιρο όπως το θυμόμαστε. Το θέλετε μόνο για να σας φέρνει χρήμα.
Τα σέβη μου.