Κάτσε να σου πω για την «τραγωδία» του 1950…
Σίγουρα αυτή η φράση περνάει από γενιά σε γενιά σε κάθε βραζιλιάνικη συζήτηση πατέρα και γιου, με τη φωνή να βαραίνει και τα μάτια να βουρκώνουν. Διότι, έτσι αφηγούνται οι ίδιοι το μεγαλύτερο αθλητικό δράμα της χώρας, το καλοκαίρι του 1950.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ολοκληρωθεί πέντε χρόνια πριν και το Παγκόσμιο Κύπελλο επιστρέφει, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας. Η Βραζιλία είναι η οικοδέσποινα της τέταρτης διοργάνωσης και το ακλόνητο φαβορί για να φτάσει στην πολυπόθητη κατάκτηση.
Το όνειρο 54 εκατομμυρίων ανθρώπων θα μετατραπεί στον χειρότερο εφιάλτη ενός ολόκληρου έθνους στις 16 Ιουλίου του 1950, με την ημέρα εκείνη να μένει ανεξίτηλα χαραγμένη στο μυαλό όλων των πολιτών της χώρας. Και ιδιαίτερα, αυτών που θα βρεθούν στο «Μαρακανά» εκείνη την όμορφη και ηλιόλουστη Κυριακή.

Το 21-4 στον δρόμο για τον τελικό
Ένα δείγμα της πεποίθησης που επικρατεί στην ποδοσφαιρική κοινή γνώμη για το γεγονός ότι η Βραζιλία θα σηκώσει το τρόπαιο, είναι πως οι book της εποχής (κάτι σαν τις σημερινές στοιχηματικές εταιρίες), δεν προσφέρουν καν την εν λόγω επιλογή σε όσους θέλουν να στοιχηματίσουν σε αυτό.
Και έτσι είναι η πραγματικότητα. Η Σελεσάο έχει όλα τα φόντα να φτάσει μέχρι το τέλος, παρά το γεγονός πως δυσκολεύεται στην πρώτη φάση. Βέβαια, το εναρκτήριο παιχνίδι με το Μεξικό στις 24 Ιουνίου επιβεβαιώνει την ισχύ της ομάδος του Φλάβιο Κόστα, με το 4-0 μην αφήνει περιθώρια αντίδρασης στους Βορειοαμερικάνους.
Η ισοπαλία με τους Ελβετούς με 2-2 στη δεύτερη αγωνιστική κάνει επιτακτική την επικράτηση απέναντι στους Γιουγκοσλάβους στο τρίτο παιχνίδι, έτσι ώστε να επέλθει η πρόκριση στην τελική φάση. Το 2-0 έρχεται σχετικά εύκολα με τα γκολ των Αντεμίρ (4’) και Ζιζίνιο (69’), τονώνοντας την αυτοπεποίθηση τόσο των ποδοσφαιριστών, όσο και ολόκληρης της χώρας.

Το επιβλητικό 7-1 απέναντι στους Σουηδούς και το επίσης εντυπωσιακό 6-1 κόντρα στην Ισπανία, δεν αφήνει και πολλές ελπίδες στους Ουρουγουανούς στον τελικό, οι οποίοι μετά βίας κερδίζουν τους Σκανδιναβούς (3-2), έπειτα από την ισοπαλία με 2-2 απέναντι στους Ίβηρες.
Τα 21 γκολ υπέρ και 4 κατά των Βραζιλιάνων στη διοργάνωση φαντάζουν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τους πρωταθλητές του 1930. Και με δεδομένο πως μία ισοπαλία είναι αρκετή για τους γηπεδούχους, προκειμένου να πανηγυρίσουν, όλα είναι έτοιμα για τις μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις που θα ακολουθήσουν…
Η πρόωρη στέψη και η προειδοποίηση
Ενδεικτικό της σιγουριάς που επικρατεί τις παραμονές της σπουδαίας αναμέτρησης, είναι τα πρωτοσέλιδα του Τύπου και οι διθυραμβικές δηλώσεις του κυβερνήτη της πολιτείας Άντζελο Μέντες ντε Μοράες.
Η εφημερίδα «O Mundo» την ημέρα του αγώνα αναφέρει στο πρωτοσέλιδό της: «Αυτοί είναι οι παγκόσμιοι πρωταθλητές». Ο Μέντες απευθύνει διάγγελμα πριν τη σέντρα, όπου χαιρετίζει τους επικείμενους θριαμβευτές: «Σας χαιρετώ, Βραζιλιάνοι, νικητές της διοργάνωσης. Εσάς, τους ποδοσφαιριστές που σε λίγες ώρες θα δοξαστείτε ως πρωταθλητές από τα εκατομμύρια των συμπατριωτών σας. Δεν έχετε αντίπαλο στον κόσμο. Είστε ανώτεροι από κάθε αντίπαλό σας, εσείς που σας χαιρετώ ήδη ως πρωταθλητές».

Ίσως ο Φλάβιο Κόστα να είναι ο μόνος που ανησυχεί μέσα σε όλο αυτό και φροντίζει να εκφράσει τους φόβους του: «Η ομάδα της Ουρουγουάης πάντα τάραζε τον ύπνο των Βραζιλιάνων. Φοβάμαι ότι οι παίκτες μου θα μπουν στο γήπεδο την Κυριακή σαν να έχουν ήδη κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το παιχνίδι με τους Ουρουγουανούς δεν είναι αγώνας επίδειξης. Είναι ένα παιχνίδι δυσκολότερο από οποιοδήποτε άλλο».
Όσον αφορά το «στρατόπεδο» της Ουρουγουάης, εκεί προετοιμάζονται για πόλεμο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, πως ο Ομπντούλιο Βαρέλα (αρχηγός της Ουρουγουάης) βλέπει στο λόμπι του ξενοδοχείου το πρωτοσέλιδο της «O Mundo» και οργίζεται τόσο, που αγοράζει όλα τα αντίτυπα, τα ρίχνει σε μία μπανιέρα και φωνάζει τους συμπαίκτες του να ουρήσουν εκεί.
Το «κοφτερό» βλέμμα του Βαρέλα ενισχύει την ανησυχία του Κόστα, ο οποίος πιθανόν να είναι ο μόνος στο γήπεδο που έχει προετοιμάσει τον εαυτό του για αυτό που πρόκειται να συμβεί.

Οι δύο «μαχαιριές» σε 200 χιλιάδες καρδιές
Τα επίσημα στοιχεία της διοργάνωσης κάνουν λόγο για την παρουσία 173.850 θεατών στο «Μαρακανά». Όμως, στο γήπεδο επικρατεί το αδιαχώρητο, καθώς υπάρχουν πάνω από 200 χιλιάδες θεατές. Το σκηνικό είναι βγαλμένο από τους πιο φρικτούς εφιάλτες των Ουρουγουανών, κάτι που παραδέχτηκε και ο μέσος των φιλοξενούμενων, Χούλιο Πέρες: «Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης των εθνικών ύμνων κατουρήθηκα πάνω μου, αλήθεια».
Η βεβαιότητα των παρευρισκομένων στις εξέδρες για την κατάκτηση έδειξε να κλονίζεται, έπειτα από τα πρώτα 45 λεπτά. Ο τερματοφύλακας της Ουρουγουάης Μάσπολι, πραγματοποιεί εξαιρετικές επεμβάσεις κρατώντας το 0-0, με το οποίο οι δύο ομάδες πηγαίνουν στα αποδυτήρια.

Τα φίδια έχουν ζώσει για τα καλά ολόκληρο το γήπεδο, το οποίο είναι έτοιμο να εκραγεί από την πίεση και το άγχος. Στο 47’ η ανάσα ανακούφισης ακούγεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, όταν ο Φριάσα με ένα ωραίο συρτό σουτ κάνει το 1-0 για τη Σελεσάο. Η απόλυτη παράνοια που επικρατεί στις κερκίδες είναι έτοιμη να «πνίξει» τους αντιπάλους. Πλέον, το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι μία «ανάσα» μακριά.
Όμως η εικόνα του παιχνιδιού δείχνει πως οι φιλοξενούμενοι το πιστεύουν. Και δικαιώνονται. Στο 66’ ο Σκιαφίνο εκμεταλλεύεται τη σέντρα του Μπιγκόντε και ισοφαρίζει σε 1-1. Παρά το γεγονός, ότι το τρόπαιο είναι ακόμη στα χέρια των Βραζιλιάνων, ο Φλάβιο Κόστα θα παραδεχθεί αργότερα, πως «η νεκρική σιγή στο Μαρακανά τρομοκράτησε τους παίκτες μας».
Η αντίδραση του πλήθους θα γίνει και αυτή αντικείμενο έντονης κριτικής από τον Τύπο, μετά το τέλος του αγώνα: «Την ώρα που οι ποδοσφαιριστές είχαν μεγαλύτερη ανάγκη τη βοήθεια του κόσμου, το γήπεδο βουβάθηκε. Κι αν δεν μπορείς να εμπιστευθείς ένα γεμάτο γήπεδο, τότε…».

Το τελειωτικό «χτύπημα» έρχεται από τον Γκίτζια, ο οποίος εκτελεί στο 79’ τον Μπαρμπόσα στην κλειστή του γωνία, ενώ εκείνος περιμένει σέντρα και η τοποθέτησή του είναι εντελώς λανθασμένη. Τίποτα δεν αλλάζει ως το τέλος. Η Ουρουγουάη συνθλίβει τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων, υπογράφοντας φαρδιά πλατιά μία από τις πιο μελανές σελίδες του Βραζιλιάνικου αθλητισμού.
«Η δική μας Χιροσίμα»
Αυτή την ατάκα χρησιμοποιεί ο Φρανσίσκο Ροντρίγκες, προκειμένου να περιγράψει τι συνέβη εκείνη την ημέρα στο «Μαρακανά». Ο Πάολο Περντιγκάο, συγγραφέας του «Anatomy of a Defeat», αναφέρει στο βιβλίο του: «Απ’ όλες τις εθνικές κρίσεις, ο τελικός του Μουντιάλ του 1950 είναι η πιο όμορφη και η πιο ένδοξη. Είναι ένα Βατερλό των τροπικών, το δικό μας Götterdämmerung (το λυκόφως των Θεών). Η ήττα μεταμόρφωσε ένα απλό γεγονός σε ξεχωριστή αφήγηση. Είναι ένας θρυλικός μύθος, που διατηρήθηκε και μεγάλωσε μέσα στη λαϊκή φαντασία».

Οι ποδοσφαιριστές εκείνης της «φουρνιάς» της Βραζιλίας θα κουβαλήσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους, μία αβάσταχτη ευθύνη. Ο Μπαρμπόσα, αναφέρει το 2000, λίγο πριν τον θάνατό του, πως «στη Βραζιλία η μεγαλύτερη ποινή είναι 30 χρόνια, αλλά εγώ φυλακίστηκα για 50». Για να καταλάβει κανείς την έκταση της δημόσιας κατακραυγής και το μαρτύριο των παικτών, ο ίδιος θα βρεθεί σε ένα πολυκατάστημα, 20 χρόνια μετά τον τελικό, όπου μία γυναίκα θα τον δει και θα πει στον μικρό της γιο «Κοίτα αυτόν τον άνθρωπο. Έκανε όλη τη Βραζιλία να κλάψει».
Ίσως όλα αυτά να ακούγονται υπερβολικά σε κάποιον που δεν γνωρίζει την ψυχοσύνθεση των Λατινοαμερικάνων, όσον αφορά το ποδόσφαιρο. Όμως είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Το ίδιο συνέβη και το 2014, όταν η Γερμανία στο ίδιο γήπεδο, θα φιλοδωρήσει με επτά τέρματα τη Βραζιλία, στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014. Μέχρι και απόπειρες αυτοκτονιών θα υπάρξουν, οι οποίες πιθανότατα δεν έλειψαν ούτε το 1950.
Το «Μαρακανάζο» όπως έχει μείνει στην ιστορία, θα αποτελεί ένα ξεχωριστό σκοτεινό σημείο, ανάμεσα στις «χρυσές» σελίδες της ποδοσφαιρικής Βίβλου της χώρας. Ίσως η πληγή που άνοιξε, να επουλώθηκε οκτώ χρόνια αργότερα, όταν η Βραζιλία του 17χρονου Πελέ κατέκτησε το τρόπαιο για πρώτη φορά στα γήπεδα της Σουηδίας, κερδίζοντας το στοίχημα που είχανε βάλει με τον ίδιο τους τον εαυτό οι ποδοσφαιριστές του Βιθέντε Φέολα.
Όσοι όμως βρέθηκαν στο γήπεδο του Ρίο Ντε Τζανέιρο την 16η Ιουλίου του 1950, σίγουρα θα έδιναν τα πάντα για να βγάλουν από το μυαλό τους την αποφράδα εκείνη η μέρα. Όταν οι δρόμοι μίας ολόκληρης χώρας πλημμύρισαν με δάκρυα και ένα ιστορικό ποδοσφαιρικά έθνος βυθίστηκε στο πένθος.