Ξεκινάει καλά στη φιλοξενία της Σίβασπορ, ο τρόπος παιχνιδιού της οποίας (δεν κλείστηκε, προσπάθησε και κατάφερε να παίξει ποδόσφαιρο) την ευνόησε. Εχει δοκάρι στο 5’, οι αντίπαλοι της… ισοφαρίζουν στο 20’, δύο λεπτά αργότερα όμως ανοίγει το σκορ, διευρύνοντας το προβάδισμα της πριν το ημίχρονο (42’).
Τα καλά νέα συνεχίστηκαν στο ξεκίνημα του δεύτερου, όταν απέκτησε αριθμητικό πλεονέκτημα, ωστόσο από εκεί και πέρα άρχισαν τα προβλήματα, αφού στο εναπομείναν διάστημα και παρότι 11vs11 κατάφερε να… χάσει στο συγκεκριμένο διάστημα, δεχόμενη δύο γκολ (69’, 84’), το ένα ωστόσο που πέτυχε (74’) της επέτρεψε να πάρει τη νίκη (3-2).
Ετσι, παρά την επιστροφή της στις νίκες, παρότι για μόλις τρίτη φορά φέτος, ανεξαρτήτως διοργάνωσης, κατάφερε να πετύχει περισσότερα του ενός γκολ (εκτός της τελευταίας εξάδας της κατάταξης έχει τη χειρότερη επίθεση του πρωταθλήματος, με 9 γκολ σε 8 αγώνες), κατάφερε να προβληματίσει και πάλι. Εν πολλοίς, δεν διαφέρει και τόσο από την αποψινή της αντίπαλο.
Η διαφορά προέκυψε μεσοβδόμαδα. Επίσης γνώρισε εντός έδρας ήττα από τη Ρεάλ (δεύτερη σερί και αυτή με 1-0, είχε προηγηθεί αυτή από την Παρί), μένοντας μ’ έναν βαθμό σε τρεις αγωνιστικές στο Τσάμπιονς Λιγκ, ωστόσο η εικόνα της, τουλάχιστον για ένα ημίχρονο ήταν πιθανότατα η καλύτερη φετινή της.
Κανείς φυσικά δεν θριαμβολογεί – ίσα ίσα -, ωστόσο κάτι η εν λόγω εμφάνιση, κάτι το γεγονός πως ακόμη και αν δεν βλέπεται, βρίσκεται μόλις στο -5 από την κορυφή (με παιχνίδι λιγότερο) και κάτι το ότι είχε δύο μέρες περισσότερη ξεκούραση σε σχέση με την συμπολίτισσα της, είναι όλα στοιχεία (και κυρίως η σαφώς βαθύτερη κρίση στην Μπεσίκτας) που της δίνουν έναν «αέρα» εν όψει του αποψινού ντέρμπι.
Πιο πολύ στη θεωρία βέβαια, αφού – επαναλαμβάνω – δεν το δικαιολογεί σε καμία περίπτωση με τις μετριότατες και δυσλειτουργικές εμφανίσεις της.